- ἀποκρυφῶν
- ἀποκρυφήhiding-placefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποκρύφων — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… … Dictionary of Greek
διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… … Dictionary of Greek
ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… … Dictionary of Greek
κασσέξ — το άκλ. πολυτελές κάλυμμα που φοριέται σαν μικρή περισκελίδα από γυμνές χορεύτριες ή γυμνούς χορευτές, ακροβάτες και παλαιστές για κάλυψη τών απόκρυφων μερών τού σώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache sex (< cacher «κρύβω» + sex «φύλο»] … Dictionary of Greek
μυστηριάρχης — μυστηριάρχης, ὁ (ΑΜ) 1. ο αρχηγός, ο προϊστάμενος κατά την τέλεση τών μυστηρίων, αυτός που πρωτοστατούσε κατά τις απόκρυφες ιεροπραξίες και διδασκαλίες μυστηριακής λατρείας 2. (κατ επέκτ.) (για αιρετικούς χριστιανούς, υποτιμητικά) αυτός που… … Dictionary of Greek
μυστηριολογία — η 1. η μελέτη, η περιγραφή και η ερμηνεία τών μυστηρίων, δηλαδή τών απόκρυφων τελετών και διδασκαλιών τών αρχαίων θρησκειών 2. ο αποκρυφισμός, η φιλοσοφική και ηθικολογική ερμηνεία τού βαθύτερου νοήματος τών αρχαίων μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ονειρομαντεία — Η προφητεία του μέλλοντος με την ερμηνεία των ονείρων. Ονομάζεται επίσης ονειροκριτική ή ονειρομαντική. Ήδη από την αρχαιότητα ο άνθρωπος απέδιδε στα όνειρα επέμβαση του θείου και γενικά των απόκρυφων δυνάμεων. Διαμορφώθηκαν έτσι ορισμένοι τρόποι … Dictionary of Greek
Θαδδαίου Πράξεις ή Εδεσσηναί — Πράξεις απόκρυφου Ευαγγελίου, που αποδίδονται στον απόστολο Θαδδαίο και εκδόθηκαν το 1851 από τον Τίσεντορφ. Περιγράφουν τη δράση του απόστολου που από την Έδεσσα επισκέφθηκε την Παλαιστίνη, ακολούθησε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και στη συνέχεια… … Dictionary of Greek
Καλιόστρο, Αλεσάντρο, κόμης του- — (Alessandro conte di Cagliostro, Παλέρμο 1743 – Σαν Λέο 1795). Ψευδώνυμο του Ιταλού τυχοδιώκτη Τζουζέπε Μπάλσαμο. Σε νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι (1758) απ’ όπου γρήγορα αναγκάστηκε να δραπετεύσει εξαιτίας ορισμένων εγκληματικών πράξεών του.… … Dictionary of Greek